- συνεπιφέρουσιν
- συνεπιφέρωcarry with onepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)συνεπιφέρωcarry with onepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιφέρω — ΝΜΑ [ἐπιφέρω] νεοελλ. μτφ. συνεπάγομαι, έχω ως επακόλουθο μσν. αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) επιφέρω κάτι, φέρνω μαζί μου κάτι (α. «τὰ προσόντα μοι χρήματα συνεπιφερόμενος», Άνν. Κομν. β. «τὴν πίστιν συνεπιφέρουσιν [αἱ διηγήσεις]», Δίον. Αλ.) 2. παθ … Dictionary of Greek